- συνέκδημος
- 1) ο церк, псалтырь;2) ο , η уст. попутчи|к, -ца; спутни|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνέκδημος — fellow traveller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημος — ο, / συνέκδημος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πληθ. συνέγδαμοι, οἱ, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) Συνέκδημος σπουδαίο έργο πολιτικής και διοικητικής γεωγραφίας τής πρώιμης βυζαντινής περιόδου το οποίο υπήρξε βασική πηγή για όλα τα μεταγενέστερα σχετικά έργα… … Dictionary of Greek
συνεκδήμοις — συνέκδημος fellow traveller masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμου — συνέκδημος fellow traveller masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμους — συνέκδημος fellow traveller masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκδήμων — συνέκδημος fellow traveller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημε — συνέκδημος fellow traveller masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημοι — συνέκδημος fellow traveller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέκδημον — συνέκδημος fellow traveller masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Hierokles (Synekdemos) — Hiéroklès (Synekdèmos) Pour les articles homonymes, voir Hiéroklès. Hiéroklès (en grec ancien Ἱεροκλῆς) est un grammairien byzantin, l auteur présumé du Synekdèmos (en grec Συνέκδημος), un catalogue politique et géographique rédigé avant 535. On… … Wikipédia en Français